Αποσπάσματα από έρωτες, κεφάλαιο Α'


Ήμουν ένα μικρό ζουμπουρλούδικο χοντρό μπιφτεκάκι. Άμαθο στα ερωτικά τερτίπια. Στο θρανίο μου έγραφα στιχάκια που έκλεβα από τα φύλλα ημερολογίου της γιαγιάς για να κάνω εντύπωση στις συμμαθήτριες. Τα σωματικά μου προσόντα και το όλο κατασκεύασμα δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέλγητρο για καμία κοπέλα που είχε πρώτο τραπέζι πίστα στον ήλιο. Είχα θέσει υψηλά τον πήχη και δεν καταδεχόμουν να ερωτοτροπίσω με κάποιο ασχημάκι, με το φόβο των σχολίων των συμμαθητών. Ήμουν στην τρυφερή σαν πωπουδάκι μωρού ηλικία των έντεκα.

Μια ωραία ανοιξιάτικη πρωία, όπου οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν στο καλογραμένο μου κορμί και τα σγουρά μαλλιά μου ανέμιζαν με χάρη με πλησίασε η Αλέκα και μου είπε «Έχεις γράμμα». Σκέφτηκα, «Εγώ; γράμμα; βάλαν κούριερ στα δημοτικά;». Προσπερνόντας την αμηχανία της στιγμής και μιας και δεν ήταν αντικαταβολή να πληρώσω το κάτι τις δέχτηκα να παραλάβω το πακέτο.


Ήταν ένα γράμμα από αυτά τα με τις μπλε και κόκκινες γραμμές γύρω γύρω. Κλασσικό γράμμα ταχυδρομείου. Δεν είχε γραμματόσημα μιας και οι αποστολές εντός της σχολικής αυλής είναι δωρεάν αλλά η Μαρία είχε φροντίσει να το στολίσει σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο κιτς οικογένειας. Με τις καρδούλες του, τα χαμογελάκια του και ένα στιχάκι από ένα χιτ της εποχής που έκανε θραύση εκείνη την περίοδο, «Καράβι το φεγγάρι στο σώμα κύλησε. Και άνομα πελάγη κρυφά μας μίλησε…». Το είχε ραντίσει και με κάποιου είδους κολόνια, πιθανότατα Μυρτώ λεμόνι.

Άνοιξα το γράμμα με την περιέργεια του παιδιού που ανοίγει Kinder αυγουλάκι και περιμένει να δει τι δώρο κρύβει μέσα. Δεν βρήκα κάποιο εφάνταστο πλαστικό παιχνίδι που έπρεπε να συναρμολογήσω σαν τραπεζάκι της ΙΚΕΑ, αλλά αν το καλοσκεφτείς τι είναι ο έρωτας; Μια κατασκευή προς συναρμολόγηση είναι. Πέρνεις λίγα από τον ένα, λίγα από τον άλλο και προσπαθείς να δημιουργήσεις την κατασκευή. Άλλωτε βγαίνει κάτι δυνατό όπως ο Optimus Prime στα Transformers και άλλωτε κάτι κακεχτικό,σαν μηχανικό υβρείδιο με ρόδες κάποιου φιλόδοξου ερασιτέχνη που στην ραστώνη του αποφάσησε να φτιάξει την δικιά του Σάντα Μαρία και σαν άλλος Κολόμβος να ξεχυθεί να βρει την Αμερική του.

Στο γράμμα της η Μαρία περιέγραφε τι νιώθει για μένα. Θεώρησα πως η ανορθογραφία στις προτάσεις της ήταν αποτέλεσμα της ψυχικής ταραχής που ένιωθε καθώς ταίριαζε λεξούλες που θα κάναν την καρδούλα μου να σκιρτίσει. Με τα πολλά με τα λίγα, η Μαρία είχε αποφασήσει πως είμαι ο ιδανικός σύντροφος για αυτή, ο καβαλάρης με το άσπρο άλογο, ο ιππότης του παλατιού της. Με κολαύκεσε το γράμμα της το ομολογώ αλλά δεν ήταν ο τύπος της γυναίκας που με τραβούσε τότε. Η δασκάλα ήταν πολύ πιο καυτή, μα δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για την αγνότητα των προθέσεων μου, μολονότι δεν την έβλεπα μόνο ως σκεύος ηδονής αλλά ως ένα αντικείμενο του πόθου πιο εξειδανικευμένο.



Μετά από εσωτερική αναζήτηση και βαθύτερη σκέψη,πολύωρη συζήτηση με τον ευατό μου που κράτησε όσο να φάω την τυρόπιτα με την μιτζίθρα, και αφού ζύγισα τα υπέρ και τα κατά και είδα πως ζυγίζω περισσότερο και από τα δύο μαζί αποφάσησα να το πάρω το κορίτσι, να το πάρω να μην το παιδεύω.

Οι μέρες κυλούσαν ευχάριστα για το ζευγάρι. Ο Αβρααμάκης είχε βρει παρέα στο φάγωμα της μιτζιθροτυρόπιτας και η Μαρία την κωλόνα του σπιτιού που χρόνια αναζητούσε. Ώσπου μια ωραία πρωία ο Αβρααμάκης ως γνήσιος άντρας που μοιάζει με όλους τους άλλους παράτησε το Μαράκι αφού ένα νέο γράμμα κατεύθασε για αυτόν. Η επιτυχία είχε αρχήσει να εξαπλώνεται και ο Δον Ζουάν ήταν έτοιμος για μια νέα ιστορία…

…στο επόμενο απόσπασμα.

Bookmark the permalink. RSS feed for this post.

Leave a Reply

Search

Swedish Greys - a WordPress theme from Nordic Themepark. Converted by LiteThemes.com.