Ο αγαπημένος μου αλήτης


“Δεν γράφω για να σώσω τον κόσμο, γράφω για να σώσω εμένα” Όλη η ζωή του θα μπορούσε να περικλείεται σε αυτή την φράση. Ήταν το περασμένο καλοκαίρι όταν μια εφημερίδα από αυτές τις κυριακάτικες με τις υπερπροσφορές έδινε το “Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας” του Charles Bukowski για δώρο. Δεν τον είχα ξανακούσει, δεν τον είχα ξαναδιαβάσει. Το βιβλίο περιείχε διηγήματα, άλλα βιογραφικά, άλλα σχεδόν βιογραφικά, όλα πολύ ωμά, πολύ αληθινά. Ο Bukowski μεθούσε, γαμούσε και έγραφε, αυτό έκανε. 
Από πολλούς ο μεγαλύτερος ποιητής της Αμερικής, από άλλους απλά ένας μεθύστακας που έγραφε. Δεν τον ένοιαζε, έτσι και αλλιώς για χρόνια τα γραπτά του θεωρούνταν μιάσματα από τους πουριτανούς κύκλους.Μετά διάβασα το“Σημειώσεις ενός πορνόγερου”, μετά το Pulp και τώρα το “Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής”, και φυσικά έπεται συνέχεια. Χιλιάδες ποιήματα, εκατοντάδες σύντομες ιστορίες και 6 νουβέλες…
Άνδρας και γυναίκα στο κρεβάτι στις 10 μμ
Νιώθω σαν κόνσερβα με σαρδέλες, είπε.
Νιώθω σαν έμπλαστρο, είπα.
Νιώθω σαν σάντουιτς με τόνο, είπε.
Νιώθω σαν τομάτα κομμένη σε φέτες, είπα.
Νιώθω σαν νά’ρχεται βροχή, είπε.
Νιώθω σαν να σταμάτησε το ρολόι, είπα.
Νιώθω σαν η πόρτα νά’ναι ξεκλείδωτη, είπε.
Νιώθω σαν ένας ελέφαντας να μπαίνει μέσα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να πληρώσουμε το νοίκι, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρούμε καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να μη θέλω να δουλέψω, είπα.
Νιώθω σαν να μη νοιάζεσαι για μένα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να παρακάνουμε έρωτα, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να κάνουμε περισσότερο έρωτα, είπα.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να βρεις καμιά δουλειά, είπα.
Νιώθω σαν να θέλω ένα ποτό, είπε.
Νιώθω σαν να θέλω λίγο ουίσκι, είπα.
Νιώθω σαν να καταλήγουμε σε κρασί, είπε.
Νιώθω σαν να’χεις δίκιο, είπα.
Νιώθω σαν να παραδίνομαι, είπε.
Νιώθω σαν να χρειάζομαι ένα μπάνιο, είπα.
Νιώθω σαν να χρειάζεσαι ένα μπάνιο, είπε.
Νιώθω σαν να πρέπει να σαπουνίσεις την πλάτη μου, είπα.
Νιώθω σαν να μην μ’αγαπάς, είπε.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ, είπα.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα μου τώρα, είπε.
Νιώθω αυτό το πράγμα μέσα σου κι εγώ, είπα.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ τώρα, είπε.
Νιώθω σαν να σ’αγαπώ εγώ πιο πολύ απ’ό,τι εσύ εμένα, είπα.
Νιώθω υπέροχα, είπε. Νιώθω σαν να θέλω να ουρλιάξω.
Νιώθω σαν να θέλω να συνεχίσω για πάντα, είπα.
Νιώθω σαν να μπορείς, είπε.
Νιώθω, είπα.
Νιώθω, είπε.
Αληθινά ωμός, αυτοσαρκαστικός, καυστικός, μεγάλος πότης και γυναικάς. Με χιούμορ που ορισμένες φορές κρύβει μια βαθύτερη πικρία. Έγραφε για να έχει λεφτά να πίνει, να γυρνάει σε κωλόμπαρα, να μένει σε τυχαία μοτέλ. Αν έχεις χάσει την ψυχή σου και το ξέρεις, τότε έχει μείνει ακόμα λίγη ψυχή για να χάσεις.
Γνωρίζει τη βία μικρός μέσα στο ίδιο του το σπίτι, αφού ο πατέρας του τον δέρνει με τη ζωστήρα. Ο Charles μια μέρα γυρνάει μεθυσμένος δέρνει τον πατέρα του και σηκώνεται και φεύγει από το σπίτι.  Κάνει παρέα με ναρκωμανείς, πουτάνες, ληστές, δολοφόνους … Πίνει μαζί τους, γαμάει μαζί τους, γελάει μαζί τους… γράφει για αυτούς και για αυτόν. Τζογάρει, τα χάνει όλα, και ξανά από την αρχή. Βρίσκει τους περισσότερους συγγραφείς αδιάφορους, χωρίς πάθος, χωρίς χιούμορ, χωρίς κάτι αξιόλογο να πουν.
Και τώρα;
οι λέξεις έχουν ειπωθεί,
κάθομαι άρρωστος.
το τηλέφωνο χτυπά,οι γάτες κοιμούνται.
Η Λίζα καθαρίζει.
Περιμένω να ζήσω,
περιμένω να πεθάνω
Μακάρι να μπορούσα να φανώ λίγο γενναίος.
είναι μια άθλια υπόθεση
όμως το δένδρο εκεί έξω δεν το γνωρίζει:
το παρακολουθώ να λυγίζει με τον άνεμο
κάτω απ΄τον απογευματινό ήλιο.
δεν υπάρχει τίποτα να δηλώσουμε τώρα πια,
μόνο μια αναμονή.
ο καθένας την αντιμετωπίζει μόνος του
Ω, ήμουν κάποτε νέος,
Ω, ήμουν κάποτε απίστευτα
νέος!
Αντιγράφω απόσπασμα από το backtomono:
Το 1965 τρία από τα πιο σπουδαία λογοτεχνικά περιοδικά τον ανακηρύσσουν ως τον «περιθωριακό συγγραφέα της χρονιάς». Πολλοί συγγραφείς θα στείλουν γράμματα διαμαρτυρίας και θα απαιτήσουν να μη δημοσιευτεί η δουλειά τους μαζί με εκείνη ενός μεθύστακα. Το αυτί του Charles δε λέει να ιδρώσει, άλλωστε τους «χέζει» όλους επιδεικτικά και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να βγάλει κάνα δολάριο για να επιζήσει. Το ’67 αρχίζει να γράφει στο Open City της «Σημειώσεις ενός πορνόγερου». Στην ουσία είναι ιστορίες από τη προσωπική του ζωή σε συνέχειες. Ιστορίες αυτοβιογραφικές που θα ‘λεγες πως δεν έχουν κανένα νόημα, ιστορίες νοτισμένες με ποτό, γυναίκες, βία και την εξαθλίωση να κάνει παρέα κοντά στο θάνατο. Το σημαντικό με τη γραφή του Bukowski είναι πως ζεις μαζί του σ’ ένα κόσμο που αργοπεθαίνει, ένα κόσμο που δε συμβαίνει τίποτα αλλά είναι γεμάτος πάθος με αυτό το τίποτα. Απλή γραφή δίχως πομπώδες λεξιλόγιο, αλλά γραμμές που σου δίνουν μια γερή γροθιά στο στομάχι. Δε θα μπορούσε βέβαια να λείψει το χιούμορ που δίνεται με το καλύτερο τρόπο και με μια δόση αυτοσαρκασμού που λίγοι «γραφιάδες» μπορούν να κάνουν. Βλέπεις η προσωπική αποδοχή, το να παραδεχτείς ποιος είσαι πραγματικά και να μη παραμυθιαστείς είναι προνόμιο λίγων. Ο Bukowski ποτέ δε θέλησε να είναι κάποιος άλλος, ποτέ δε θέλησε να σώσει το κόσμο με τα γραπτά του, παρά μόνο τον εαυτό του. Δε κοίταξε ποτέ να πει μεγάλα πράγματα, αλλά τελικά αυτό έκανε με τον πιο απλό, άμεσο και στυγνό τρόπο.
Ύστερα από 14 χρόνια και σε ηλικία πενήντα ετών ο Bukowski παραιτείται από το ταχυδρομείο του Λος Άντζελες, αφιερώνεται ολοκληρωτικά στο γράψιμο κι αρχίζει να εκδίδει παντού. Η φήμη δε θα τον χαλάσει ποτέ. Θα συνεχίζει να πίνει τις μπύρες του, να πηγαίνει με όλα τα θηλυκά που τον γοητεύουν, να παίζει στον αγαπημένο του ιππόδρομο, να αυτογελοιοποιείται σε παρουσιάσεις βιβλίων και απαγγελίες ποιημάτων του, να σέρνει το τομάρι του από δωμάτιο σε δωμάτιο, προκαλώντας τους πάντες με τα τερτίπια του.
«Το γράψιμο δεν είναι δουλειά της πλάκας. Έχω κάνει ένα κάρο δουλειές της πλάκας. Αν το γράψιμο άρχιζε να σκαρτεύει, θα έψαχνα για άλλη δουλειά».
Το 1987 γράφει το σενάριο για τη ταινία Barfly όπου θα πρωταγωνιστήσουν ο Μίκυ Ρουρκ και η Φαίη Ντάναγουεϊ. Είναι η ιστορία του εαυτού του και μιας γυναίκας που ερωτεύθηκε παράφορα στο ένδοξο παρελθόν του. Ο Buk μπαίνει στα κατάστιχα του Χόλυγουντ, οι φήμες λένε πως πρόλαβε να δώσει ένα φιλί στα χείλη της Φαίη Ντάναγουέι και να πάει μια βόλτα στα μπαρ με τον Μίκυ Ρουρκ που έπινε συνέχεια πορτοκαλάδα. Όλες οι περιπέτειες του θα καταγραφούν στο βιβλίο Hollywood. Προς το τέλος της ζωής του θα γράψει την έκτη και τελευταία του νουβέλα με τίτλο Pulp. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με χαρακτήρες βασισμένους σε φίλους του Χανκ και τον ίδιο στο ρόλο ενός ντετέκτιβ. Αυτό θα είναι και το κύκνειο άσμα του Henry Charles Bukowski.
Ο Χένρι Τσινάσκι λοιπόν, έγραψε αμέτρητα ποιήματα, ήπιε ολόκληρες θάλασσες αλκοόλ, έκανε έρωτα με διάφορες γυναίκες, άσχημες και μη, μισήθηκε κι αγαπήθηκε, μίσησε κι αγάπησε, δε γνώρισε ποτέ το συμβιβασμό, τζόγαρε με όλους και με όλα, αγνόησε το φόβο και το θάνατο. Έμελλε να γίνει αγαπημένος συγγραφέας και ποιητής όλων των μπεκρήδων και των τρελών, των μόνων αγίων που έχουν μείνει πάνω στη γη, όπως έγραφε και σ’ ένα του ποίημα. Γεννήθηκε σαν σήμερα 16 Αυγούστου του 1920 και πέθανε στις 9 Μαρτίου του 1994 από λευχαιμία στο νοσοκομείο του Σαν Πέντρο, αφού πρώτα είχε ρίξει αρκετές κλοτσιές στ’ αρχίδια του χάρου.
Πάρε ένα ακόμα ποίημα του από μένα:
Ο ήχος των ανθρώπινων ζωών
παράξενη ζεστασιά, ζεστά και κρύα θηλυκά,
είμαι καλός στον έρωτα, όμως ο έρωτας δεν είναι μόνο
σεξ. οι περισσότερες γυναίκες που έχω γνωρίσει
είναι φιλόδοξες, κι εμένα μου αρέσει να τεμπελιάζω σε
μεγάλα αναπαυτικά μαξιλάρια στις 3
το απόγευμα, μου αρέσει να χαζεύω τον ήλιο
ανάμεσα απ’ τα φύλλα κάποιου δένδρου
καθώς ο κόσμος εκεί έξω κρατιέται
μακριά μου, το ξέρω πολύ καλά, όλες αυτές οι
βρόμικες σελίδες, και μου αρέσει να τεμπελιάζω
με την κοιλιά μου προς το ταβάνι αφού κάνουμε έρωτα
όλα να ρέουν προς τα μέσα:
είναι τόσο εύκολο να είσαι χαλαρός – αρκεί να το αφήσεις να συμβεί,
μόνο αυτό χρειάζεται.
αλλά το θηλυκό είναι παράξενο, είναι πολύ
φιλόδοξο – να πάρει! δεν μπορώ να κοιμάμαι όλη τη μέρα!
το μόνο που κάνουμε είναι να τρώμε! να κάνουμε έρωτα! να κοιμόμαστε! να τρώμε! να κάνουμε έρωτα!
αγαπητή μου, λέω, υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω αυτή τη στιγμή
που μαζεύουν τομάτες, μαρούλια, ακόμα και βαμβάκι,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν κάτω απ’ τον ήλιο,
υπάρχουν άνδρες και γυναίκες που πεθαίνουν σε εργοστάσια
για το τίποτα, για πενταροδεκάρες
μπορώ να ακούσω τον ήχο των ανθρώπινων ζωών να θρυμματίζονται…
δεν ξέρεις πόσο τυχεροί
είμαστε…
όμως εσύ τα κατάφερες, μου λέει,
τα ποιήματά σου…
η αγάπη μου σηκώνεται από το κρεβάτι.
την ακούω στο διπλανό δωμάτιο.
η γραφομηχανή δουλεύει.
δεν καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η προσπάθεια και η
ενέργεια
έχουν καμία σχέση
με τη δημιουργία.
υπόθέτω ότι σε θέματα όπως η πολιτική, η ιατρική,
η ιστορία και η θρησκεία
κάνουν επίσης
λάθος.
γυρίζω την κοιλιά μου από την άλλη μεριά και κοιμάμαι
με τον πισινό μου προς το ταβάνι έτσι για αλλαγή.
Πάρε και ένα ντοκυμαντέρ με ελληνικούς υπότιτλους:


Το να κάνεις ένα βαρετό πράγμα με στυλ. Να τι αποκαλώ εγώ τέχνη.

Bookmark the permalink. RSS feed for this post.

Leave a Reply

Search

Swedish Greys - a WordPress theme from Nordic Themepark. Converted by LiteThemes.com.